- νηματικόν
- νηματικόςwovenmasc acc sgνηματικόςwovenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νηματικός — ή, ό (Α νηματικός, ή, όν) νεοελλ. φρ. «νηματική κατάσταση» φυσ. χημ. ο τύπος τής μεσόμορφης κατάστασης υγρού στερεού ο οποίος πλησιάζει περισσότερο προς την υγρή κατάσταση παρά προς την κρυσταλλική αρχ. 1. αυτός που έχει υφανθεί, ο υφασμένος, ο… … Dictionary of Greek